- υψηλός
- -ή, -ό / ὑψηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και -ός Α1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ' ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ' ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.)2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό από την θάλασσα ύψος, ορεινός3. μτφ. α) μεγάλος, μεγαλειώδης, εξαίρετος, υπέροχος, ηθικά και πνευματικά ανώτερος (α. «υψηλά φρονήματα» β. «τέχνη θεσπέσια τις καὶ ὑψηλή», Πλάτ.)β) (για πρόσ.) εξέχων (α. «είναι υψηλό πρόσωπο» β. «ὅταν δ' ἀνὴρ πράξῃ κακῶς ὑψηλός», Ευρ.)νεοελλ.1. (για αξίωμα ή κοινωνική θέση) ανώτερος2. ο προερχόμενος από βασιλική γενιά, βασιλικός, πριγκιπικός3. (για ήχο ή φωνή) οξύς4. το ουδ. ως ουσ. το υψηλό(για νοήματα, θεωρίες ή πράξεις) η ηθική και πνευματική ανωτερότητα5. (το ουδ. τού τ. ψηλός στον πληθ. ως ουσ.) τα ψηλάναυτ. α) τα έξαλα τού πλοίουβ) τα ανώτερα ή τα ελαφρά από τα τριγωνικά ιστία6. φρ. α) «αφ' υψηλού» — με υπεροψία, ακατάδεκταβ) «καθ' υψηλήν επιταγήν»(λόγια έκφρ.) κατά διαταγή ανώτατης αρχήςγ) «Υψηλή Πύλη»(την εποχή τών σουλτάνων) i) τα ανάκτορα τού σουλτάνουii) συνεκδ. η τουρκική κυβέρνησηδ) «υψηλή τάση»(ηλεκτρολ.) τάση, δηλαδή διαφορά δυναμικού, η οποία ανέρχεται σε αρκετά κιλοβόλτ, από μερικές δεκάδες έως μερικές εκατοντάδεςε) «υψηλή συχνότητα»(ραδιοηλ.) συχνότητα που έχει πάνω από 3 μεγαχέρτς, δηλαδή 3 εκατομμύρια χερτς, και φθάνει ώς τα 30 μεγαχέρτς, δηλαδή 30 εκατομμύρια χερτςστ) «πολύ υψηλή συχνότητα»(ραδιοηλ.) συχνότητα που έχει πάνω από 30 μεγαχέρτς, δηλαδή πάνω από 30 εκατομμύρια χερτς, και φθάνει ώς τα 300 μεγαχέρτς ή 300 εκατομμύρια χερτςαρχ.1. (για συγγραφέα) αυτός που χαρακτηρίζεται από την μεγαλοπρέπεια τού λόγου του, την ηθική και πνευματική ανωτερότητα τών εννοιών του2. (με προθέσεις, όπως πρός, ἀπό, ἐν κ.λπ.) σε αρκετό ύψος, ψηλά (α. «ἐν ὑψηλῷ εἶναι», Πλούτ.β. «ἰλιγγιῶν τε ἀφ' ὑψηλοῡ κρεμασθείς», Πλάτ.).επίρρ...υψηλώς/ ὑψηλῶς ΝΜΑ, και υψηλά και ψηλά και αψηλά Ν1. σε μεγάλο ύψος2. προς τα πάνωνεοελλ.φρ. α) «με το μέτωπο ψηλά» — με θάρρος ή με περηφάνιαβ) «οι υψηλά ιστάμενοι» — ανώτατοι αξιωματούχοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κατάλ. -ηλός (πρβλ. σφριγ-ηλός, χαμ-ηλός)].
Dictionary of Greek. 2013.